μπασμάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπασμάς | οι | μπασμάδες |
γενική | του | μπασμά | των | μπασμάδων |
αιτιατική | τον | μπασμά | τους | μπασμάδες |
κλητική | μπασμά | μπασμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπασμάς < τουρκική basma < οθωμανική τουρκική باصمه (basma, στάμπα) < باصمق (basmak) < πρωτοτουρκική *bas (πιέζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baˈzmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐σμάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπασμάς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπασμάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)