μπαστάρδεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαστάρδεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαστάρδεμα ουδέτερο
- {{1. νοθεία
2. εκφυλισμός.}}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαστάρδεμα
|