μπασταρδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπασταρδεύω < μπάσταρδος

Ρήμα[επεξεργασία]

μπασταρδεύω

  1. (μεταβατικό) νοθεύω
    τώρα τελευταία έχουν μπασταρδέψει και τον καφέ
  2. (αμετάβατο) αλλάζω χαρακτήρα προς το χειρότερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]