μπαστούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαστούνι < ιταλική bastone < δημώδης λατινική *bastō (γενική: bastōnis) < υστερολατινική bastum < *bastāre < αρχαία ελληνική βαστάζω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαστούνι ουδέτερο
- ραβδί για την υποβοήθηση της βάδισης
- ένα από τα χρώματα της τράπουλας (♠)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- αντικλεπτικό μπαστούνι (για τα αυτοκίνητα)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα βρίσκω μπαστούνια είμαι αντιμέτωπος με μια δύσκολη υπόθεση
Παροιμίες[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβδί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)