μπατάλικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπατάλικος < → λείπει η ετυμολογία
ο πληθωρικός, αυτός που έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το κανονικό.
Επίθετο[επεξεργασία]
μπατάλικος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπατάλης