μπατάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπατάρω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bat(ım) + -άρω, αόριστος του ρήματος batmak (βουλιάζω)[1] ή από τύπο batar.[2] Κατ' άλλη εκδοχή, συνδέεται με την ιταλική battere (χτυπάω): δείτε το μεσαιωνικό μπατάρω (συγκρούομαι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈta.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐τά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπατάρω, αόρ.: μπατάρισα, μτχ.π.π.: μπαταρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) ανατρέπω, τουμπάρω
    ※  Ο πατέρας της, ο καπετάνιος, μπατάρισε, μεθυσμένος, τη «Βαγγελίστρα» στη Μαύρη Θάλασσα και φαλίρισε τον μπράρμπα μου. (Στράτης Μυριβήλης Μια μαχαιριά [διήγημα])
  2. (αμετάβατο) ανατρέπομαι, τουμπάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. μπατάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας