μπατίστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατίστα οι μπατίστες
      γενική της μπατίστας των μπατιστών
    αιτιατική την μπατίστα τις μπατίστες
     κλητική μπατίστα μπατίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπατίστα < βατίστα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπατίστα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Καμπανά, 1990)