μπατιράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπατιράκι | τα | μπατιράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπατιράκι | τα | μπατιράκια |
κλητική | μπατιράκι | μπατιράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπατιράκι < υποκοριστικό του μπατίρης η του μπατίρισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπατιράκι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπατιράκι
|