μπατιρισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπατιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατιρίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]μπατιρισμένος, -η, -ο και μπατιρημένος
- → δείτε τη λέξη μπατιρημένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μπατιρημένος