μπατονέτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπατονέτα | οι | μπατονέτες |
| γενική | της | μπατονέτας | — | |
| αιτιατική | την | μπατονέτα | τις | μπατονέτες |
| κλητική | μπατονέτα | μπατονέτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ba.toˈne.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐το‐νέ‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπατονέτα θηλυκό
- μικρή και λεπτή γλυφίδα με βαμβάκι στις δύο άκρες της, η οποία χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των αφτιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
cotton swab στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπατονέτα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπατονέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)