Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπατονέτα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατονέτα οι μπατονέτες
      γενική της μπατονέτας
    αιτιατική την μπατονέτα τις μπατονέτες
     κλητική μπατονέτα μπατονέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπατονέτες.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπατονέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bâtonnet < bâton +‎ -et (-έτα)[1] Δείτε και μπατόν.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.toˈne.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπατονέτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπατονέτα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • cotton swab στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]