μπατόν σαλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

μπατόν σαλέ σε αλουμινόχαρτο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπατόν σαλέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bâton salé ή στον πληθυντικό bâtons salés < bâton & salé, κυριολεκτικά: μπατόν, μπαστούνι αλατισμένο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μπατόν σαλέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]