μπεζαχτάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεζαχτάς οι μπεζαχτάδες
      γενική του μπεζαχτά των μπεζαχτάδων
    αιτιατική τον μπεζαχτά τους μπεζαχτάδες
     κλητική μπεζαχτά μπεζαχτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεζαχτάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική peştahta, (ταμείο) < περσική پیشتخته (pesh-taḵẖta)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεζαχτάς αρσενικό

  1. το ταμείο, το συρτάρι με τα λεφτά
    ※  Σε μια τρύπα κάτω από την καμάρα του γεφυριού είχα κρυμμένα κι όσα σούφρωνα στο μεταξύ από τον μπεζαχτά δεκάρα τη δεκάρα, όταν έβρισκα καιρό. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
  2. (συνεκδοχικά) τα χρήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]