μπεηλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεηλίκι τα μπεηλίκια
      γενική
    αιτιατική το μπεηλίκι τα μπεηλίκια
     κλητική μπεηλίκι μπεηλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεηλίκι < τουρκική beylik

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεηλίκι ουδέτερο

  1. η περιοχή που υπάγεται στην εξουσία του μπέη
  2. η συμπεριφορά που αρμόζει σε έναν μπέη
  3. (μεταφορικά) αλαζονική, εγωιστική συμπεριφορά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]