μπεκατσίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεκατσίνι | τα | μπεκατσίνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπεκατσίνι | τα | μπεκατσίνια |
κλητική | μπεκατσίνι | μπεκατσίνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεκατσίνι < μπεκάτσ(α) + -ίνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεκατσίνι και μπεκατσόνι ουδέτερο
- (πτηνό) (επιστημονική ονομασίας Gallinago gallinago) πουλί που συχνάζει στις περιοχές γύρω από έλη και ποτάμια με μικρότερο μέγεθος από τη μπεκάτσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)