μπεκατσίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεκατσίνι τα μπεκατσίνια
      γενική
    αιτιατική το μπεκατσίνι τα μπεκατσίνια
     κλητική μπεκατσίνι μπεκατσίνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεκατσίνι < μπεκάτσ(α) + -ίνι
Μπεκατσίνι στο έδαφος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεκατσίνι και μπεκατσόνι ουδέτερο

  • (πτηνό) (επιστημονική ονομασίας Gallinago gallinago) πουλί που συχνάζει στις περιοχές γύρω από έλη και ποτάμια με μικρότερο μέγεθος από τη μπεκάτσα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]