μπεκριλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεκριλίκι τα μπεκριλίκια
      γενική του μπεκριλικιού των μπεκριλικιών
    αιτιατική το μπεκριλίκι τα μπεκριλίκια
     κλητική μπεκριλίκι μπεκριλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεκριλίκι < μπεκρ(ής) + -ιλίκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεκριλίκι ουδέτερο

  1. το να είναι κάποιος συχνά μεθυσμένος
  2. η άμετρη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]