μπεκροκανάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκροκανάτα οι μπεκροκανάτες
      γενική της μπεκροκανάτας
    αιτιατική την μπεκροκανάτα τις μπεκροκανάτες
     κλητική μπεκροκανάτα μπεκροκανάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπεκροκανάτα < μπεκρ(ής) + -ο- + κανάτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπεκροκανάτα θηλυκό· ·και μπεκροκανάτας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη μέθυσος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]