μπεκρολογώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]μπεκρολογώ και μπεκρολογάω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεθώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη μεθώ