μπεκρουλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεκρουλιάζω < μπεκρούλ(ιακας) + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /be.kɾuˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐κρου‐λιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπεκρουλιάζω, αόρ.: μπεκρούλιασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • μεθάω συνεχώς
    ※  Ο πατέρας του Θανάση - ακαμάτης φημισμένος - μπεκρούλιαζε όλη μέρα στις ταβέρνες. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)
     συνώνυμα: μεθοκοπάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μπεκρής

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]