μπεκρού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκρού οι μπεκρούδες
      γενική της μπεκρούς των μπεκρούδων
    αιτιατική την μπεκρού τις μπεκρούδες
     κλητική μπεκρού μπεκρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεκρού < μπεκρ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /beˈkɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐κρού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπεκρού θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπεκρής