Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπεκρούλιακας

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεκρούλιακας οι μπεκρούλιακες
      γενική του μπεκρούλιακα των μπεκρούλιακων
    αιτιατική τον μπεκρούλιακα τους μπεκρούλιακες
     κλητική μπεκρούλιακα μπεκρούλιακες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπεκρούλιακας < μπεκρ(ής) + -ούλιακας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπεκρούλιακας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]