μπεκρούλιακας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπεκρούλιακας | οι | μπεκρούλιακες |
γενική | του | μπεκρούλιακα | των | μπεκρούλιακων |
αιτιατική | τον | μπεκρούλιακα | τους | μπεκρούλιακες |
κλητική | μπεκρούλιακα | μπεκρούλιακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπεκρούλιακας αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μέθυσος