μπεμπεδίστικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεμπεδίστικα < μπεμπεδίστικος + -α < μπεμπέ < γαλλική bébé
Επίρρημα[επεξεργασία]
μπεμπεδίστικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεμπεδίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μπεμπεδίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπεμπεδίστικος