μπεμόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεμόλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bémol
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεμόλ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική, προφορικό) η ύφεση στα γαλλικά
- ※ Από μουσική δεν σκαμπάζω πολλά. Δεν μου διαφεύγει ωστόσο ότι στο πεντάγραμμο οι υφέσεις σημειώνονται με ένα λατινικό «b». Το σι ύφεση, επί παραδείγματι, διαβάζεται «σι μπεμόλ», το σολ ύφεση «σολ μπεμόλ» κ.ο.κ. Οι λαϊκοί οργανοπαίκτες που ήξεραν νότες τα απέδιδαν στο ιδιόλεκτό τους ως «μπεμόλια» (Δημήτρης Νανούρης, «Τα μπεμόλια ΙΙ», efsyn.gr (5 Αυγούστου 1016)· πρόσβαση: 2020-05-21)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μπεμόλι (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεμόλ
→ δείτε τη λέξη ύφεση |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)