μπενετάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπενετάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπενετάδα θηλυκό
- γιορτή αποχαιρετισμού
- ※ Πριν βάλης πλώρη για τη φυλακή, πριν μάς χωρήση ή σιδερόποτρα, θέλω να σού κάνω τη μπενετάδα. Δε θα μου αρνηθής αυτή την ευχαρίστηση. Θα πάρουμε μαζί μας και τη Φρόσω, μερικές φιλενάδες της μερικούς καλούς φίλους, και θα πάμε να γλεντήσουμε σε κανένα εξοχικό κέντρο (Παύλος Νιρβάνας, Το έγκλημα του Ψυχικού, εκδ. Πελεκάνος, 2015 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπενετάδα
|