μπερντάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπερντάκι τα μπερντάκια
      γενική
    αιτιατική το μπερντάκι τα μπερντάκια
     κλητική μπερντάκι μπερντάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπερντάκι < μπερντάχι με παρετυμολογία προς το υποκοριστικό επίθημα -άκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική perdah < περσική پرداخت (pardākht)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπερντάκι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο) ιδιωματική μορφή του μπερντάχι
    ※  Μα σου χρειάζεται ένα καλό μπερντάκι
    βρε παλιοκόριτσο να δεις ποιος είμαι εγώ,
    μα όταν βλέπω το γλυκό σου προσωπάκι
    όλα αγάπη μου αμέσως τα ξεχνώ.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Κρίμα στο μπόι σου, Μαίρη Λίντα, στίχοι και σύνθεση: Μανώλης Χιώτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]