μπετατζής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπετατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ειδικευμένος εργάτης οικοδόμος στη κατασκευή, ρίψη και στρώση του μπετού, είτε χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα.