μπετατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπετατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ειδικευμένος εργάτης οικοδόμος στη κατασκευή, ρίψη και στρώση του μπετού, είτε χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα.