μπετόβεργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπετόβεργα θηλυκό
- βέργα από σίδηρο, χάλυβα κ.λπ., που χρησιμοποιείται για τον οπλισμό σκυροδέματος σε οικοδομικές κατασκευές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπετόβεργα
|