μπετόν αρμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπετόν αρμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική betón armé [1] < betón & armé (οπλισμένος)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μπετόν αρμέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μπετόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]