μπιέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπιελάρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιέλα οι μπιέλες
      γενική της μπιέλας των μπιελών
    αιτιατική την μπιέλα τις μπιέλες
     κλητική μπιέλα μπιέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιέλα < ιταλική biella < γαλλική bielle < λατινική ventilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος ventilo < ventulus < ventus < πρωτοϊταλική *wentos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wéh₁n̥ts < *h₂weh₁- (φυσώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιέλα(1) και πιστόνι μηχανής

μπιέλα θηλυκό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]