μπιγκόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιγκόνια < λόγιος συμφυρμός[1] ή σύγχυση[2] των:
- ιταλική begonia προς τιμήν του γάλλου κυβερνήτη του Άγιου Δομήνικου[3] Michel Bégon (1638‑1710)
- και γαλλική bégonia < γένος φυτών bignone, προς τιμήν του βιβλιθηκάριου του Λουδοβίκου ΙΕ΄ Jean-Paul Bignon (1662‑1743)
- Δείτε και τη νεολατινική Bignonia (ταξινομικό γένος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /biˈɡo.ni.a/, επίσης ΔΦΑ : /biˈɡo.ɲa/ [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐γκό‐νι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιγκόνια θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) διακοσμητικά φυτά της τροπικής Αμερικής, που ανήκουν στο ταξινομικό γένος Bignonia (Bignonia), Βιγνονία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιγκόνια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 μπιγκόνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μπιγκόνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Άγιος Δομήνικος, γαλλική αποικία στο νησί Ισπανιόλα της Καραϊβικής, όπου υπάρχουν τον 20ο αιώνα δυο χώρες (Δομηνικανή Δημοκρατία και Αϊτή)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συμφυρμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)