μπιζουδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιζουδάκι τα μπιζουδάκια
      γενική
    αιτιατική το μπιζουδάκι τα μπιζουδάκια
     κλητική μπιζουδάκι μπιζουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιζουδάκι < μπιζ(ού) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bi.zuˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐ζου‐δά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιζουδάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό κόσμημα
  2. (μεταφορικά) κάτι μικρό και κομψό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπιζού

  1. {{Π:ΛΚΝ}{}