μπικίνι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /biˈci.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐κί‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπικίνι ουδέτερο άκλιτο (σπανιότερα παρουσιάζεται ως κλιτό: του μπικινιού, τα μπικίνια, των μπικινιών)
- (ενδυμασία) γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, ένα για να καλύπτει το στήθος και ένα για να καλύπτει μέρος του υπογάστριου και μέρος των γλουτών
- ⮡ Φόρεσε το μικροσκοπικό ροζ μπικίνι της και ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά. (Α. Γραμμέλη, «Για ένα μπικίνι αδειανό», εφημερίδα Το Βήμα (Αθήνα), 3 Μαΐου 2015)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπικίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)