μπιλιαρδάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιλιαρδάδικο < μπιλιάρδ(ο) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπιλιαρδάδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το σφαιριστήριο, ο χώρος όπου παίζουν μπιλιάρδο
- ※ Υπάρχουν ακόμα αυθεντικά μπιλιαρδάδικα στην Αθήνα. (www.lifo.gr, 24/11/2016)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπιλιαρδάδικο
|