μπιμπερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιμπερό τα μπιμπερά
      γενική του μπιμπερού των μπιμπερών
    αιτιατική το μπιμπερό τα μπιμπερά
     κλητική μπιμπερό μπιμπερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιμπερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική biberon[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιμπερό ουδέτερο άκλιτο

  • είδος μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται τεχνητή θηλή και χρησιμοποιείται κυρίως για παροχή τροφής σε μικρά (ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]