μπιμπικιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιμπικιάζω < μπιμπίκι
Ρήμα[επεξεργασία]
μπιμπικιάζω παρατ. μπιμπίκιαζα μέλ.στ. θα μπιμπικιάσω αόρ. μπιμπίκιασα, μτχ. μπιμπικιάζοντας
- ανατριχιάζω, ενεργοποιείται ο ορθωτήρας μυς της τρίχας και ορθώνεται η τρίχα, μαζί και ο θύλακας από τον οποίο αυτή φύεται στο δέρμα, οπότε αισθάνομαι να δημιουργείται "ανάγλυφο" παρόμοιο με των σπυριών ή μπιμπικιών
- γεμίζω μπιμπίκια, σπυράκια ή μαύρα στίγματα