μπιμπλό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιμπλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική bibelot[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπιμπλό ουδέτερο άκλιτο
- → δείτε τη λέξη μπιμπελό
- ↑ μπιμπλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας