μπινελίκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μπινελίκια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπινελίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπινελίκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
- (μεταφορικά) ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών