μπινιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπινιάρης < (άμεσο δάνειο) αλβανική < λατινική binarius < binnus < bis + -inus < duis < duo < πρωτοϊταλικά *duō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dwóh₁
Επίθετο[επεξεργασία]
μπινιάρης, -α, -ικο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπινιάρης
|