μπιρ παρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιρ παρά < τουρκική bir para (= [για] ένα νόμισμα)
Έκφραση[επεξεργασία]
μπιρ παρά
- σε εξευτελιστική τιμή, σχεδόν δωρεάν
- Πουλάνε την τράπεζα «μπιρ παρά». (τίτλος άρθρου, εφημ. Το Βήμα, 4 Ιουνίου 2006)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπιρ παρά