μπιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπιστικός οι μπιστικοί
      γενική του μπιστικού των μπιστικών
    αιτιατική τον μπιστικό τους μπιστικούς
     κλητική μπιστικέ μπιστικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιστικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπιστικός < ἐμπιστικός (επίθετο: έμπιστος, πιστός) σε νέα σημασία [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιστικός αρσενικό

  1. (δημοτική, λαϊκότροπο, παρωχημένο, επάγγελμα) έμμισθος τσοπάνος
  2. (δημοτική, παλιότερη σημασία) → δείτε τη μεσαιωνική λέξη ἐμπιστικός, μπιστικός
    ※  αν είσαι μπιστικός και αδερφοποιός μου... (από δημοτικό τραγούδι) [2]
    ※  τίνος να πω τον πόνο μου, να με παρηγορήσει
    να 'ναι και κείνος μπιστικός να μη με μολογήσει (δημοτικό)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μπιστικός Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

μπιστικός

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • 'μπιστικός