μπλέιζαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλέιζαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλέιζαρ ουδέτερο άκλιτο
- (αστρονομία) νεαρή ενεργή μαύρη οπή σε κέντρο γαλαξία που καταβροχθίζει κι εκλύει τεράστια ποσά ενέργειας συγκριτικά με γηρεά-κοινή μαύρη τρύπα σε κέντρο γαλαξία