μπλέκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλέκω < εμπλέκω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπλέκω

  1. εμπλέκω
  2. μπερδεύομαι
Τά 'χω μπλέξει!

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]