μπλαμπλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλαμπλά < διεθνής έκφραση bla-bla
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλαμπλά ουδέτερο άκλιτο
- μακρά συζήτηση, μακρηγορία
- αντιπαράθεση γνωμών χωρίς κατάληξη
- δυσφορία, που προκαλείται από μακρηγορία
- φορτική συζήτηση
- "τον έπιασε στο μπλα-μπλα για να τον πείσει"
- "με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)