μπλοκέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλοκέρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπλοκέρ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]