μπλοκέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλοκέρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλοκέρ αρσενικό άκλιτο
- αυτός που μπλοκάρει την μπάλα στο ποδόσφαιρο ή στο βόλεϊ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλοκέρ
|