μπογαντέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπογαντέλα οι μπογαντέλες
      γενική της μπογαντέλας
    αιτιατική την μπογαντέλα τις μπογαντέλες
     κλητική μπογαντέλα μπογαντέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπογαντέλα < → δείτε τη λέξη μπόγος λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπογαντέλα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο): ο πολύ μεγάλος μπόγος
    μετά τον κατάπλου του επιβατηγού πλοίου στο λιμάνι προορισμού ή τον επανάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, ή κάθε πρωί στα κρουαζιερόπλοια, συγκεντρώνονται όλα τα σεντόνια και κλινοσκεπάσματα από τις καμπίνες σε μπογαντέλες και μεταφέρονται στο πλυντήριο, ενώ στη θέση τους στρώνονται καθαρά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]