μπογιάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπογιάρος < ρωσική бояре (bojáre), πληθυντικός αριθμός του боярин (bojárin)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπογιάρος αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του βογιάρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπογιάρος
|