μπολερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

γυναίκα με μπολερό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπολερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική boléro[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπολερό ουδέτερο άκλιτο

  1. κοντό γυναικείο ρούχο με μανίκια που καλύπτει τους ώμους, την πλάτη και μικρό μέρος του θώρακα μπροστά
  2. λαϊκός ισπανικός χορός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]