μπομπόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπομπόνι < γαλλική bonbon < bon + bon < λατινική bonus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπομπόνι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]