μπονγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπονγκ < αγγλική bong

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπονγκ ουδέτερο άκλιτο

  • νερόπιπα που χρησιμοποιείται για το φιλτράρισμα του καπνού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]