μπον φιλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπον φιλέ < γαλλική bon filet

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπον φιλέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]