μποξάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μποξάς οι μποξάδες
      γενική του μποξά των μποξάδων
    αιτιατική τον μποξά τους μποξάδες
     κλητική μποξά μποξάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μποξάς < τουρκική bohça < οθωμανική τουρκική بوغچه (boğça) < بوغ + ـجه

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μποξάς αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) σάλι
  2. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ύφασμα με το οποίο τυλίγουμε διάφορα πράγματα ή ρούχα σχηματίζοντας μπόγο μεταφοράς τους
    ※ Ο Τρύφωνας είχε μόνο τον μποξά με τις αλλαξιές που του ετοίμασε η Μάρθα και το ρολόι του σταθμού, που το έβαλε και αυτό στον μποξά.
    Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Αλεξανδρούπολη: Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2007. σελ. 34

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]